Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὰ ποδήρη

См. также в других словарях:

  • ποδήρη — ποδήρης reaching to the feet neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ποδήρης reaching to the feet masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ποδήρης reaching to the feet masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδήρης — ες, ΝΜΑ (για ενδύματα) αυτός που φτάνει μέχρι κάτω στα πόδια (α. «πέπλοι ποδήρεις», Ευρ. β. «καὶ χιτῶνα πορφυροῡν, ποδήρη, στολιδωτόν», Ξεν.) μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποδήρης α) ο αρχιερατικός χιτώνας τού αρχιερέα τών Ιουδαίων β) ο ιερατικός… …   Dictionary of Greek

  • подири˫а — ПОДИРИ|˫А (1*), Ѣ (˫А) с. То же, что подирь: бѣ бо архиѥрѣи. палѣи въ так‹ѹю› ѡдежю ѹкрашаѥмъ. подириѥю ѡблачашесѧ. (ποδήρη) ГА XIV1, 26г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • HYACINTHINUS Color — eximius olim habitus. Hinc Panthea marito offert, cum aurea casside et armillis, Χιτῶνα πορφυροῦν ποδήρη καὶ λόφον ὑακινθινοβαφῆ tunicam purpuream talarem et conum hyacinthini coloris, apud Xenoph. Cyrop. l. 6. Circa Cyrieiusdem sepulchrum, apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SUBARMALIS — apud Treb. Pollinem in Claudio, c. 14. Albam subsericam unam cum purpura Girbitana: subarmalem unum cun purpura Maura; vestis est πομπικὴ et ostensionalis, quod sub armum reiceretur, nomen id adepta. Postquam enim in praeceentibus Valerianus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ποδηροφορώ — έω, Α φορώ ποδήρη χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήρης + φορῶ (< φόρος < φέρω), πρβλ. λευκο φορώ] …   Dictionary of Greek

  • στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… …   Dictionary of Greek

  • στολιδωτός — ή, όν, Α [στολιδοῡμαι] αυτός που σχηματίζει πτυχές («χιτῶνα πορφυροῡν, ποδήρη, στολιδωτὸν τὰ κάτω», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»